Σκέψεις, συζητήσεις, αναλύσεις. Τις τελευταίες μέρες βρέθηκα πολλές φορές να αναρωτιέμαι για ποιον λόγο μας είναι τόσο εύκολο το να απορρίπτουμε τον εαυτό μας, να γινόμαστε λιγότεροι, να αισθανόμαστε υποδεέστεροι και να αμφιβάλλουμε για τον εαυτό μας, να απογοητευόμαστε και να μένουμε σε καταστάσεις τοξικές και άνευ ουσίας. Γιατί να είναι πάντα πιο εύκολο το να σκεφτόμαστε αρνητικά και να ρίχνουμε τον εαυτό μας; Έπειτα διάβασα ένα απόσπασμα από το βιβλίο του J. Bucay “Nα σου πω μια Ιστορία” (2006) και οι συλλογισμοί μου πήραν νέα τροπή.
Η αυτο-απόρριψη πηγάζει από τις ίδιες μας τις ανασφάλειες, αλλά τι γίνεται με την απόρριψή απέναντι στους άλλους και την απογοήτευση που αυτή συνεπάγεται ή που προηγείται αυτής;
Όσο το σκέφτομαι καταλήγω πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: πως στην ουσία απορρίπτουμε και πάλι τον ίδιο μας τον εαυτό μέσω των άλλων. Εκείνο που θέλω να πω είναι πως έχουμε πάντα μια δική μας θεώρηση για το πώς είναι ο κόσμος. Όταν γνωρίζουμε κάποιον φτιάχνουμε μέσα στο μυαλό μας μια δική μας εικόνα για το ποιος είναι. Τι ρόλο παίζει στη ζωή μας και πώς θεωρούμε ότι φέρεται ή πρέπει να φέρεται. Αυτή η εικόνα έχει πάντα άμεση σχέση με τις δικές μας ανάγκες, επιθυμίες και βλέψεις τη δεδομένη στιγμή και φυσικά δεν πρόκειται απαραίτητα για κάτι που το ίδιο το άτομο προκάλεσε συνειδητά ή μη. Είναι ένα κράμα από δικά του χαρακτηριστικά και προβολή της δικής μας θεώρησης των πραγμάτων, το οποίο φυσικά δεν έχει πραγματική υπόσταση και υπάρχει μόνο στο μυαλό μας.
Αν δεν έχουμε μπει εξ αρχής συνειδητά στη διαδικασία να αποδομήσουμε την εικόνα που μόνοι έχουμε φτιάξει αντιπαραβάλλοντάς την με την πραγματικότητα, τότε αυτή θα αρχίσει να αποδομείται αυτόματα από τη στιγμή που θα συνειδητοποιούμε με τον καιρό πως ο απέναντι δεν είναι τελικά το άτομο που πιστεύαμε πως είναι. Απομυθοποιούμε λοιπόν τους άλλους και τους απορρίπτουμε σταδιακά, αλλά στην ουσία απορρίπτουμε εκείνο που εμείς πιστεύαμε πως ήταν και όχι αυτό που είναι. Δεν είναι αυτό όμως άλλος ένας τρόπος να απορρίψουμε τον ίδιο μας τον εαυτό;
Πιστεύαμε πως κάποιος θα φερόταν με τον Α ή Β τρόπο και τελικά δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας, όμως αυτό δεν είναι δική του ευθύνη αλλά δική μας. Θεοποιούμε τους άλλους, τους ανεβάζουμε σε βάθρα και απογοητευόμαστε τη στιγμή που θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για ποιον λόγο περιμέναμε όλα όσα περιμέναμε από αυτούς.
Δεν είναι όμως και αυτό άλλο ένα είδος αυτο-απόρριψης; Στην πραγματικότητα δεν απορρίπτουμε το ίδιο το άτομο που έχουμε απέναντι μας, αλλά την εικόνα που είχαμε πλάσει και συμβόλιζε όλα εκείνα που εμείς είχαμε ανάγκη στη δεδομένη φάση της ζωής μας. Κατά συνέπεια απορρίπτουμε τις ίδιες μας τις ανάγκες και επιθυμίες χρησιμοποιώντας τον απέναντι σαν καθρέφτη της δικής μας ψυχής και γινόμαστε θύμα του ίδιου μας του εαυτού. Σε βαθύτερο επίπεδο, μάλιστα, επικοινωνούμε στο ίδιο μας το υποσυνείδητο την έλλειψη σύνδεσης, αυτογνωσίας και σιγουριάς που έχουμε, καθώς επιτρέπουμε σε κάτι έξω από εμάς να ορίσει την ψυχική μας κατάσταση και κατά συνέπεια παραχωρούμε σε κάποιον άλλο την δύναμή μας.
Δεν είναι πιο ωφέλιμο και σοφό να προσπαθούμε να είμαστε αντικειμενικοί και ειλικρινείς απέναντι στον εαυτό μας και να πάψουμε να περιμένουμε από τους άλλους να καλύψουν τα κενά που έχουν δημιουργηθεί από τις δικές μας ανασφάλειες;
Είναι εύκολο να ρίχνεις τον εαυτό σου. Μήπως όμως ανεβάζοντάς τον πάψεις να έχεις τόσες απαιτήσεις από τους άλλους και γίνεις λίγο πιο αυτάρκης και ανεξάρτητος; Δεν είναι αυτό άλλωστε εκείνο που απαιτείται για να δημιουργήσει κανείς ισορροπημένες και υγιείς σχέσεις; Αν λοιπόν εκείνο που βλέπουμε στους άλλους πριν απ’ όλα τα άλλα είναι εκείνο που οι ίδιοι πιστεύουμε για τον εαυτό μας, τότε μήπως με την ίδια λογική απορρίπτοντάς τους απορρίπτουμε κι ένα δικό μας κομμάτι που δεν πρόλαβε να ζήσει;