Κάθε επιπλέον ξένη γλώσσα που μιλάς έχει τη δυνατότητα να αυξήσει το εισόδημά σου κατά τουλάχιστον 2% σε ετήσια βάση. Αυτό το επιχείρημα από μόνο του είναι ικανό να μας πείσει να προσπαθήσουμε να μάθουμε ξένες γλώσσες, έστω κι αν μια ζωή πίστευαμε πως είναι δύσκολο ή πως δε μπορούμε να τα καταφέρουμε. (Hint: δεν είναι δύσκολο.)
Το ελάχιστο που μπορεί να μας προσφέρει το να μιλάμε περισσότερες ξένες γλώσσες με ευφράδεια, λοιπόν, είναι μία ετήσια αύξηση εισοδήματος της τάξεως του 2-3% ανά γλώσσα. Για να μη μιλήσουμε για την ίδια την πρόσβαση στην γνώση που αυξάνεται εκθετικά, καθώς έχουμε έτσι τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε σεμινάρια ή να διαβάσουμε βιβλία που μέχρι πριν θα μας έμεναν άγνωστα. Η συνεχής μάθηση είναι ένα καίριο χαρακτηριστικό του ανθρώπου του 21ου αιώνα, με το να περιμένουμε όμως να διαβάσουμε κάτι όταν θα έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά, ρισκάρουμε να μείνουμε πίσω και να χάσουμε τις εξελίξεις στον τομέα μας.
Το να μάθουμε ξένες γλώσσες είναι εύκολο και μπορεί να γίνει μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε σχέση με αυτό που έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα. Όλα έχουν να κάνουν με την προσέγγιση που επιλέγουμε.
Αν ο τρόπος που επιλέγουμε πηγαίνει κόντρα στον φυσικό τρόπο με τον οποίο το μυαλό μαθαίνει ξένες γλώσσες, τότε το πιθανότερο είναι να πάρει πολλά χρόνια και να καταλήξουμε στο τέλος να μη θυμόμαστε και πολλά, να μη μπορούμε να μιλήσουμε και να μην καταλαβαίνουμε όταν μας μιλούν.
Το μυαλό μαθαίνει ξένες γλώσσες με τον ίδιο τρόπο που έμαθε τη μητρική του. Η κλασσική εκπαίδευση, όμως, πηγαίνει ενάντια σε αυτό. Προσπαθούμε να μάθουμε μέσα από ατελείωτες λίστες λεξιλογίου, αμέτρητες ασκήσεις γραμματικής και ελάχιστη πρακτική εξάσκηση πάνω στον επικοινωνιακό χαρακτήρα της γλώσσας.
Η γλώσσα, όμως, είναι ζωντανός οργανισμός και οφείλουμε να τον αντιμετωπίζουμε ως τέτοιο. Το να μαθαίνουμε κανόνες και να αποστηθίζουμε απλά λέξεις ασύνδετες μεταξύ τους δε μπορεί να φέρει αποτελέσματα, γιατί το μυαλό δε μπορεί να βγάλει νόημα από όλα αυτά. Τουλάχιστον, όχι εύκολα.
Αντιθέτως, το μυαλό μαθαίνει, όταν έχει την ευκαιρία να συνδέσει το παλιό με το καινούργιο, να συλλέξει και να αναγνωρίσει μοτίβα, να εξασκηθεί και να κάνει λάθη, πολλά λάθη, να μάθει από αυτά και να πάει παρακάτω.
Δε νομίζω να έμαθες τη μητρική σου λύνοντας ασκήσεις γραμματικής και μαθαίνοντας τι είναι παρακείμενος, υπερσυντέλικος και δευτερεύουσες προτάσεις… Αντίθετα, εκτέθηκες στη γλώσσα σε πολύ μεγάλο βαθμό, άκουγες, έβλεπες, μιλούσες και μέσα από όλην αυτήν τη διαδικασία ανέπτυξες κάτι που ονομάζουμε γλωσσικό ένστικτο. Αυτό το ένστικτο είναι εκείνο που σε καθοδήγησε από εκεί κι έπειτα και έμαθες να μιλάς χωρίς να ασχοληθείς καθόλου με το τεχνικό κομμάτι της γλώσσας.
Το πρόβλημα ξεκινάει από το γεγονός ότι νομίζουμε πως μεγαλώνοντας αρχίζουμε να μαθαίνουμε αλλιώς σε σχέση με όταν ήμασταν παιδιά. Το σχολείο μας βάζει να μαθαίνουμε κανόνες, να λύνουμε ασκήσεις, να αποστηθίζουμε, και έτσι χάνεται εκείνο το αρχικό ένστικτο που μας καθοδηγούσε πάντα.
Μόνο που και ως ενήλικες μπορούμε να μάθουμε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα αποφασίσουμε πολύ εύκολα. Ίσως ακόμα πιο εύκολα απ’ ότι ένα παιδί. Αυτό γιατί, με την προϋπόθεση πως θα το κάνουμε με τον νευροεπιστημονικά κατάλληλο τρόπο, μπορούμε να καταβάλλουμε συνειδητή προσπάθεια και να μάθουμε τη γλώσσα που επιθυμούμε σε ικανοποιητικό επίπεδο σε μόλις έξι μήνες.
Ποιος είναι ο στόχος μας μαθαίνοντας ξένες γλώσσες;
Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε πως όταν μαθαίνουμε μια οποιαδήποτε γλώσσα, ο στόχος μας είναι επικοινωνιακός. Αυτό σημαίνει πως χρειάζεται να καλλιεργήσουμε τις τέσσερις απαιτούμενες δεξιότητες: κατανόηση γραπτού και προφορικού λόγου και παραγωγή γραπτού προφορικού λόγου. Η γραμματική είναι κομμάτι αυτών και δεν αποτελεί δεξιότητα. Ειδικά στην αρχή δεν έχει κανένα απολύτως νόημα το να μάθουμε οποιαδήποτε γραμματική, πέρα από εκείνα τα βασικά που θα κατανοήσουμε έτσι κι αλλιώς μαθαίνοντας λεξιλόγιο και διαβάζοντας/ ακούγοντας τις πρώτες προτάσεις.
Καλλιεργώ τις τέσσερις απαιτούμενες δεξιότητες σημαίνει πως εξασκούμε από το πρώτο δευτερόλεπτο στο να ακούω, να διαβάζω, να γράφω και να μιλάω.
Από το πρώτο δευτερόλεπτο.
Ακόμα κι αν ξέρω μόνο πέντε λέξεις. Ακόμα κι αν κάνω δέκα λάθη σε κάθε πρόταση. Η εξάσκηση όμως μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους και, αν κάποιος το επιλέξει, δε χρειάζεται καν να απευθυνθεί σε κάποιον καθηγητή ξένης γλώσσας για να το κάνει. Στην εποχή του ίντερνετ και της εύκολης πρόσβασης στη γνώση, υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές για έναν επίδοξο πολύγλωσσο με το κατάλληλο Mindset.
Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να καταλάβουμε πόσο σημαντική είναι η πρακτική εξάσκηση και να πάψουμε να τη φοβόμαστε.
Αν δε μιλάς, δε γράφεις, δεν ακούς και δε διαβάζεις όσο πιο συχνά γίνεται στη γλώσσα-στόχο, τότε δε μαθαίνεις ξένη γλώσσα, αλλά κάτι άλλο που δε θα μπορέσεις να χρησιμοποιήσεις ποτέ επαρκώς.
Πώς μαθαίνει το μυαλό ξένες γλώσσες;
Στην αρχή υπάρχει το χάος. Τα πάντα μοιάζουν ξένα και χαοτικά. Είναι αδύνατον να ξεχωρίσουμε τις λέξεις από την πρόταση που ακούμε και δεν καταλαβαίνουμε απολύτως τίποτα. Όλα αυτά είναι απολύτως φυσιολογικά. Κάθε φορά που το μυαλό εκτίθεται σε κάτι τελείως άγνωστο, όμως, ψάχνει τρόπο να προσαρμοστεί. Είναι ζήτημα επιβίωσης, άλλωστε.
Κάθε φορά που το μυαλό εκτίθεται στην εκάστοτε γλώσσα συγκεντρώνει υλικό, παραδείγματα και μοτίβα. Σιγά σιγά, και με την προϋπόθεση πως δουλεύουμε σωστά, αρχίζει να οργανώνει όλο αυτό το υλικό σε “κουτάκια”. Αναγνωρίζει λεξιλογικές, συντακτικές και γραμματικές δομές και τις κατηγοριοποιεί. Έτσι αρχίζει να βγάζει νόημα από το αρχικό χάος.
Άλλωστε, ο στόχος του εγκεφάλου είναι η προστασία και η επιβίωσή μας. Προσπαθεί να βγάλει νόημα από οτιδήποτε μπορεί να αντιλαμβάνεται ως ξένο ή ως απειλή, έτσι ώστε να επαναφέρει την τάξη και την ασφάλεια στη ζωή μας.
Όταν πια έχει κατηγοριοποιήσει κάτι επαρκώς, το μυαλό είναι σε θέση να το συστηματοποιήσει, πράγμα που πρακτικά σημαίνει να κάνει χρήση αυτού. Από αυτήν τη χρήση, που μπορεί να μην είναι πάντα σωστή, συγκεντρώνει και πάλι όσα λάθη γίνονται και τα ξανακατηγοριοποιεί, βρίσκοντας το σωστό. Αυτό σημαίνει συνειδητή εξάσκηση και μπορείς να ακούσεις περισσότερα γι’ αυτήν εδώ.
Με το να τα κάνεις όλα αυτά συνειδητά και να καλλιεργήσεις έτσι το γλωσσικό σου ένστικτο, μπορείς μέσα σε λίγους μήνες να καλλιεργήσεις τις δεξιότητες ενός πολύγλωσσου και να αυξήσεις την αξία του βιογραφικού σου καθώς και τις πιθανότητες να βρεις εκείνη την καλύτερη δουλειά που πάντα ονειρευόσουν ή να κάνεις το μεταπτυχιακό των ονείρων σου.
Όλα τα παραπάνω ίσως ακούγονται σύνθετα και δύσκολα για κάποιον που έχει συνηθίσει να μαθαίνει με τον παραδοσιακό τρόπο που απαιτεί πολύ διάβασμα. Στην πραγματικότητα, όμως, δε χρειάζόμαστε καν βιβλία και διδακτικά εγχειρίδια, αν έχουμε μάθει να εφαρμόζουμε τις αρχές της Meta-Μάθησης στο να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες.
Όσο πιο αυτόνομος/η είσαι τόσο καλύτερα αποτελέσματα θα έχεις.
Αν ξέρεις πώς να δουλέψεις σωστά το λεξιλόγιο ώστε η επανάληψη να μη σου παίρνει πάνω από 10- 20 λεπτά τη μέρα, ξέρεις πώς να προσεγγίσεις τη γραμματική και τη σύνταξη, για να μη χρειαστεί να λύσεις αμέτρητες ασκήσεις, και μάθεις τρόπους για να κάνεις την εξάσκηση στις τέσσερις δεξιότητες με τον κατάλληλο ρυθμό, τίποτα δε σε σταματά από το να μάθεις δύο, τρεις, πέντε ξένες γλώσσες σε επίπεδο ευφράδειας λόγου χωρίς να αφιερώσεις δεκαετίες.
Λέω πάντα στους μαθητές μου πως αν εστιάσουν στο να μάθουν καλά τη γλώσσα, το να πάρουν το πτυχίο που επιθυμούν είναι δεδομένο. Στην Ελλάδα εστιάζουμε τόσο πολύ στο να πάρουμε πτυχία ξένων γλωσσών που ξεχνάμε τον πραγματικό στόχο: το να μπορούμε να επικοινωνήσουμε στην ξένη γλώσσα που μαθαίνουμε.
Και τι θα γίνει αν μάθω πολλές ξένες γλώσσες;
Δε με οδηγεί αυτό στο να ξεχνάω τις προηγούμενες ή να τις μπερδεύω; Δεν έχει το μυαλό περιορισμένες δυνατότητες;
Με μία λέξη… Όχι.
Αντιθέτως, κάθε φορά που θα προστίθεται μία καινούργια ξένη γλώσσα στη φαρέτρα σου, θα σου γίνεται ακόμα πιο εύκολο να μάθεις την επόμενη. Όσο περισσότερες ξένες γλώσσες μιλάμε τόσο πιο εύκολα μαθαίνουμε καινούργιες.
Όσο περισσότερο αυξάνονται οι γνώσεις μας τόσο πιο βαθιά κατανόηση αποκτάμε σε ό,τι αφορά τις γραμματικές δομές, τη σύνταξη, το λεξιλόγιο, και τόσο πιο εύκολο γίνεται για το μυαλό να απορροφήσει το καινούργιο. Έτσι, κάθε φορά η προσπάθεια και ο χρόνος που απαιτείται μειώνεται και η διαδικασία γίνεται όλο και πιο εύκολη.
Πώς το καταφέρνουμε αυτό;
Προϋπόθεση για όλα αυτά: η κατάλληλη προσέγγιση.
Χρησιμοποιώντας μια έξυπνη μέθοδο μάθησης, βασισμένη σε νευροεπιστημονικά δεδομένα, ο ρυθμός της εξέλιξής σου θα αυξάνεται διαρκώς με κάθε ξένη γλώσσα που μαθαίνεις.
Χρησιμοποιώντας μεθόδους μάθησης που έχουν αποδειχθεί νευροεπιστημονικά αποτελεσματικές, μαθαίνεις να συνδέεις όλην την καινούργια γνώση με την παλαιότερη. Αυτό σημαίνει πως, όσο περισσότερες γνώσεις έχεις τόσο πιο εύκολο είναι το να δημιουργήσεις συνδέσεις ανάμεσά τους, ώστε να μαθαίνεις και να θυμάσαι.
Για μένα το γεγονός ότι γνωρίζα ήδη Ελληνικά, Αγγλικά και Γερμανικά, κατέστησε πολύ πιο εύκολο το να μάθω Γαλλικά, Ιταλικά και (λίγα) Ολλανδικά απ’ ότι θα ήταν για κάποιον που μιλάει μόνο μία γλώσσα. Πρακτικά αυτό συμβαίνει γιατί έχω πολύ πιο ευρεία “βάση δεδομένων” από ήχους, λέξεις, γραμματικοσυντακτικές δομές για να μπορώ να συνδέσω, να συγκρίνω και να απορρίψω, ώστε να κατανοήσω την εκάστοτε γλώσσα και να τη μάθω πιο εύκολα.
Ποια είναι η γλώσσα που ονειρευόσουν πάντα να μάθεις; Πώς μπορεί αυτή η γλώσσα να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής σου, τα ταξίδια σου, τον τρόπο που αλληλεπιδράς με τον κόσμο και φυσικά το εισόδημά σου;
Τι είναι εκείνο που σε σταματά από το να ξεκινήσεις;