Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει πάρει κακές αποφάσεις στη ζωή του. Φυσικά, αυτές οι αποφάσεις δεν φαίνονται κακές τη στιγμή που τις παίρνουμε. Συνήθως, κρίνουμε εκ των υστέρων και τείνουμε να είμαστε πολύ αυστηροί/ές με τον εαυτό μας.
Δεν μπορείς όμως να κρίνεις τις αποφάσεις που πήρες στο παρελθόν με βάση τα δεδομένα που έχεις σήμερα. Χρειάζεται να αξιολογείς το αν μία απόφαση ήταν καλή ή όχι με βάση τα δεδομένα που είχες τη στιγμή που την έπαιρνες.
Εδώ ο στόχος μας είναι να βελτιστοποιήσουμε αυτά τα δεδομένα, καθώς και τη συλλογιστική που ακολουθούμε στο τώρα. Έτσι ώστε ο μελλοντικός μας εαυτός να ξέρει ότι τουλάχιστον κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε και αποφύγαμε όσο περισσότερες παγίδες γινόταν.
Στο πρώτο μέρος αυτού του οδηγού αναθεωρήσαμε μερικά δεδομένα στον τρόπο που σκεφτόμαστε μέχρι σήμερα. Είδαμε πώς οι ιστορίες επιτυχίας που προβάλλονται συχνά μας αποπροσανατολίζουν, και αναλύσαμε τρία σημαντικά biases που οδηγούν σε κακές αποφάσεις. Στο τέλος σου έδωσα μια πρακτική για να ξεκινήσεις να κάνεις την ενδοσκόπησή σου, ώστε να μπορέσεις να αξιολογήσεις τις αποφάσεις που σε έχουν απασχολήσει μέχρι σήμερα.
Θα υποθέσω ότι ξεκίνησες ήδη να το κάνεις.
Χαίρομαι πολύ για σένα, καθώς αυτό σε καθιστά έτοιμο/η να περάσεις στο επόμενο στάδιο.
Εδώ θα συζητήσουμε μερικά επιπλέον εμπόδια στη συλλογιστική σου για να δούμε έπειτα ποιες στρατηγικές μπορούν να σε βοηθήσουν να παίρνεις κάθε φορά την καλύτερη δυνατή απόφαση, με το λιγότερο δυνατό ρίσκο.
Σημαντική σημείωση:
Ίσως χρειαστεί να μελετήσεις τον οδηγό σε βάθος. Αποθήκευσε αυτό και αυτό το link στους σελιδοδείκτες σου για να μπορείς να επανέρχεσαι με ευκολία όποτε το χρειάζεσαι.
Φύγαμε!
Μερικά ακόμα εμπόδια που οδηγούν σε κακές αποφάσεις
Εύκολο VS Σωστό
Κάτι ακόμα που αποτελεί παράδοξο για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι το εξής: Ενώ έχουμε τη νοημοσύνη και τις ικανότητες που απαιτούνται για να αξιολογήσουμε, να κρίνουμε και να αποφασίσουμε το καλύτερο σε κάθε κατάσταση, ενδίδουμε σε πολύ πιο πρωτόγονα ένστικτα τελικά. Τι εννοώ;
Η εξελικτική πορεία του είδους μας μάς οδηγεί συχνά στο να κάνουμε αυτό που είναι εύκολο έναντι εκείνου που είναι σωστό.
Αν δεν σε προβλημάτισε αρκετά το παραπάνω, ξαναδιάβασέ το. Θα το δούμε εδώ με ένα παράδειγμα:
Ας πάρουμε την περίπτωση του άλλου φανταστικού μου φίλου, Μενέλαου. Ο Μενέλαος θέλει πάρα πολύ να αποκτήσει καλύτερη φυσική κατάσταση και αποφάσισε να γραφτεί σε γυμναστήριο. Το σχέδιό του είναι σε πρώτη φάση να γυμνάζεται 3 με 4 φορές την εβδομάδα ακολουθώντας το πρόγραμμα που του έδωσε ο γυμναστής. Αργότερα σκοπεύει να επενδύσει σε personal training.
Μέχρι εδώ ακούγονται όλα καλά, έτσι δεν είναι;
Θα σε στεναχωρήσω, αλλά όχι. Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας τη μέχρι τώρα οικολογία του Μενέλαου για να δούμε αν η απόφασή του είναι η κατάλληλη ή αν χρειάζεται να ακολουθήσει άλλη προσέγγιση. Όπου ‘οικολογία’ εννοούμε τις γενικότερες συνθήκες της ζωής του – τις υποχρεώσεις του, τον διαθέσιμο χρόνο του, τις σχέσεις του, τις συνήθειές του μέχρι τώρα, και ούτω καθεξής.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να υπολογίσουμε στην εξίσωση το loss aversion. Όσα θα χάσει ο φίλος μας ο Μενέλαος δεν είναι καθόλου αμελητέα για την ψυχολογία του…
- Θα χάσει την άνεσή του, επειδή θα πρέπει να βγαίνει από το πρόγραμμα που έχει συνηθίσει 3 με 4 φορές την εβδομάδα και να αλλάξει τις μέχρι τώρα ρουτίνες του.
- Θα πρέπει πιθανά να χτίσει διαφορετικές διατροφικές συνήθειες.
- Θα χρειαστεί να αφήσει πίσω την παλιά αυτοεικόνα τού ανθρώπου που δεν γυμναζόταν και να συνηθίσει με τον καιρό μια καινούρια εικόνα στον καθρέφτη.
- Θα χρειαστεί σε βάθος χρόνου να αλλάξει γκαρνταρόμπα και να αφήσει πίσω τα ρούχα που φορούσε μέχρι σήμερα.
- Θα χρειαστεί να ζορίσει το σώμα του από εκεί που δεν το έκανε σχεδόν καθόλου.
- Θα πρέπει να υπομείνει το διάστημα της αλλαγής στο πρόγραμμά του και να αρχίσει να λέει «όχι» σε προτάσεις φίλων για εξόδους τις μέρες που θα θέλει να πάει στο γυμναστήριο.
Θα μπορούσα να αναφέρω ένα σωρό ακόμα πράγματα που ο Μενέλαος θα χρειαστεί να «χάσει» για να μπορέσει να αποκτήσει τη φυσική κατάσταση που θέλει. Μιλάμε για μεγάλες αλλαγές και κυρίως για την απώλεια πραγμάτων που μέχρι σήμερα ήταν κομμάτια της ταυτότητάς του…
Στο μυαλό μας όμως δεν αρέσει καθόλου να χάνει… Και θα σου υπενθυμίσω εδώ αυτό που συζητήσαμε στο πρώτο μέρος αυτού του οδηγού: Ο πόνος του να χάσουμε κάτι που έχουμε έχει φανεί πως είναι πολύ μεγαλύτερος από τη χαρά του να αποκτήσουμε κάτι που δεν είχαμε ποτέ.
Είναι να απορείς μετά που τόσοι και τόσες ξεκινούν μια συνδρομή στο γυμναστήριο και καταλήγουν να μην πατάνε το πόδι τους;
Ταυτότητα και Γνωστική Παραφωνία (Cognitive Dissonance)
Ας πούμε ότι πιστεύεις πως η ζωή είναι πολύ δύσκολη και ότι εκείνοι που τα καταφέρνουν είναι λίγοι και προνομιούχοι (αλλά εσύ ΔΕΝ ανήκεις σε αυτούς). Όταν σκέφτεσαι έτσι, υιοθετείς και την ανάλογη ταυτότητα του ‘μη προνομιούχου που πρέπει πάντα να δουλεύει σκληρά αλλά να μη βλέπει φως’.
Στην πραγματικότητα φοράς στον εαυτό σου παρωπίδες που δεν σου επιτρέπουν να δεις τις επιλογές που μπορεί να υπάρχουν μπροστά σου. Ή τις δυνατότητες που έχεις ή μπορείς να αποκτήσεις και/ή να δημιουργήσεις μέσα από το να καλλιεργήσεις γνώσεις και δεξιότητες.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο απ’ ότι φαίνεται με την πρώτη ματιά. Βλέπεις, όλα όσα κάνουμε – ή δεν κάνουμε – έχουν ως αφετηρία την ταυτότητά μας και την εικόνα του εαυτού που έχουμε πλάσει. Αυτή η ταυτότητα και αυτοεικόνα όμως δεν είναι χαραγμένες σε πέτρα. Αλλάζουν ανάλογα με τα δεδομένα που έχουμε.
Από τη μία αυτό είναι καλό, καθώς έχουμε τη δυνατότητα να επεμβαίνουμε και να αλλάζουμε με βάση το πού θέλουμε να πάμε στη ζωή. Ταυτόχρονα όμως είναι μειονέκτημα, επειδή η ταυτότητά μας επηρεάζεται εύκολα από το περιβάλλον και τη συμπεριφορά μας μέσα σε αυτό.
Το χειρότερο μέσα σε όλα αυτά είναι το λεγόμενο cognitive dissonance (γνωστική παραφωνία/ ασυμφωνία). Εδώ συμβαίνει το εξής:
Υπάρχει μία ασυμμετρία ή μία έλλειψη συνέπειας ανάμεσα στα πιστεύω μας για τον κόσμο και τον εαυτό μας και τη συμπεριφορά μας, και την πραγματικότητα στην οποία βρισκόμαστε.
Ας πούμε ότι ο Μενέλαος από το παραπάνω παράδειγμα θέλει να αποκτήσει καλή φυσική κατάσταση και ξέρει ότι αυτό θα ήταν καλό για την υγεία του. Ταυτόχρονα, όμως, ξεκινά το γυμναστήριο και δεν καταφέρνει να παραμείνει συνεπής στη ρουτίνα που είχε αποφασίσει αρχικά. Επειδή αυτό του δημιουργεί ενοχές, βρίσκει τρόπο να το δικαιολογήσει στον εαυτό του. Ίσως αρχίσει να λέει ότι δεν είναι κατάλληλη η χρονική περίοδος λόγω φόρτου εργασίας. Αυτή η δικαιολογία του επιτρέπει να διαχειριστεί ευκολότερα την πραγματικότητα και τις ενοχές του.
Με λίγα λόγια, το cognitive dissonance είναι τα άβολα συναισθήματα που βιώνουμε όταν η συμπεριφορά μας δεν εναρμονίζεται με τις αξίες και τα πιστεύω μας. Είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο το οποίο μπορεί να εμφανιστεί στη ζωή κάθε ανθρώπου.
Όταν, λοιπόν, η συμπεριφορά μας δεν εναρμονίζεται με τις αξίες και τα πιστεύω μας, έχουμε τις εξής δύο επιλογές:
- Να αλλάξουμε την πραγματικότητα ή/και τη συμπεριφορά μας για να αποκτήσουν σκέψεις και πράξεις συνέπεια μεταξύ τους.
- Να αλλάξουμε αυτά που σκεφτόμαστε και πιστεύουμε έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν καλύτερα την πραγματικότητά μας. Με απλά λόγια, να αλλάξουμε πεποιθήσεις και να προσαρμόσουμε την ταυτότητά μας, για να μπορέσουμε να υπάρξουμε μέσα σε μια πραγματικότητα που διαφορετικά θα ήταν αβάσταχτη για εμάς.
Στην πράξη είναι πιο εύκολη η δεύτερη επιλογή. Και αυτό είναι το πρόβλημα εδώ.
Ας αναλύσουμε, όμως, λίγο ακόμα το παράδειγμα του Μενέλαου. Έχοντας μπροστά του μια μεγάλη αλλαγή ταυτότητας για να μπορέσει να τηρήσει τον μεγαλεπήβολο στόχο τού «πηγαίνω 3 με 4 φορές την εβδομάδα στο γυμναστήριο και γίνομαι fit», δεν είναι καθόλου απίθανο να ξεκινήσει με ενθουσιασμό και μετά από λίγες εβδομάδες (ή και μέρες) να αρχίσει να χάνει το κίνητρό του. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στο να σκιπάρει κάποιες μέρες, ή να βρίσκει δικαιολογίες για να αναβάλλει «για αύριο» την προπόνησή του.
Με λίγα λόγια, η ταυτότητά του δεν θα έχει προλάβει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που με βιαστικό ή ακόμα και βίαιο τρόπο άλλαξαν στη ζωή του. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο φίλος μας θα αρχίσει να απογοητεύεται και να νιώθει ενοχές με τον καιρό.
Όμως, αυτή η απογοήτευση και οι ενοχές είναι δυσάρεστα συναισθήματα και κανείς μας δεν θέλει να ζει μαζί τους για πολύ. Τότε είναι που εμφανίζεται το cognitive dissonance, δηλαδή η ασυνέπεια μεταξύ πραγματικότητας και σκέψεων για την πραγματικότητα.
Αφού λοιπόν ο Μενέλαος δεν θα έχει καταφέρει να επιφέρει μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά του και να βάλει τις συνήθειες που οδηγούν σε καλή φυσική κατάσταση στη ζωή του, το επόμενο που θα αρχίσει να αλλάζει υποσυνείδητα για να μπορέσει να αποφύγει τον πόνο της απογοήτευσης είναι τα πιστεύω του και ο τρόπος που σκέφτεται. Θα αρχίσει να λέει στον εαυτό του πως δεν έχει χρόνο για το γυμναστήριο και ότι έχει άλλες προτεραιότητες αυτήν την περίοδο. Ή ό,τι άλλη δικαιολογία μπορείς να σκεφτείς ή έχεις ήδη χρησιμοποιήσει σε ανάλογη περίπτωση.
Βλέπεις, το cognitive dissonance δεν είναι αστεία υπόθεση. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε τον πόνο που μας προκαλεί. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα προσαρμόσουμε την οπτική μας για τον κόσμο και τον εαυτό μας με τρόπο που να δικαιολογεί την πραγματικότητα που υπομένουμε, αντί να κάνουμε το σωστό – δηλαδή να την αλλάξουμε.
Αυτό όμως απαιτεί πολύ περισσότερη προσπάθεια, καθώς όπως είπαμε και νωρίτερα, η εξελικτική πορεία του είδους μας μάς οδηγεί στο να κάνουμε αυτό που είναι εύκολο αντί για εκείνο που είναι σωστό. Είναι πολύ πιο εύκολο το να μείνουμε εκεί που είμαστε λοιπόν και να προσαρμόσουμε την οπτική και τις επιλογές μας, από το να δαπανήσουμε την ενέργεια που απαιτείται για να αποκτήσουμε επίγνωση, να κάνουμε τη δουλειά και να αλλάξουμε την κατάσταση.
Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που είναι απαραίτητο να το κάνουμε.
Όσο αφήνουμε τον εαυτό μας να λειτουργεί στον αυτόματο, καταλήγουμε να παίρνουμε όλες μας τις αποφάσεις μέσα από το πρίσμα τού να αποφύγουμε τον πόνο. Και καθώς το να μάθεις «να τα παρατάς» όταν χρειάζεται ενέχει πολύ πόνο – όπως συμβαίνει με κάθε είδους ανάπτυξη στη ζωή -, καμία μας απόφαση δεν πρόκειται να είναι πραγματικά δική μας, αν δεν επιτρέψουμε στον εαυτό μας την επιλογή του να κάνει let go όταν χρειάζεται. Ακόμα κι αν δεν κάνουμε ποτέ χρήση αυτής.
Ένα σημαντικό δίλημμα: Επιμονή ή Παραίτηση;
Μέσα σε όλα υπάρχει και αυτή η ιστορία γύρω από το «να επιμένεις και να μην τα παρατάς ποτέ» που συζητήσαμε στην αρχή…
Μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο γύρω από την επιτυχία και την επιμονή. Έχουν μάλιστα γίνει πολλές έρευνες και έχουν γραφτεί πολύ αξιόλογα βιβλία γύρω από το λεγόμενο grit.
Και πράγματι, η επιμονή είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό προσόν αν θέλουμε να πετύχουμε το οτιδήποτε. Αλλά…
Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την τάση να τα πηγαίνουμε όλα στα άκρα και αυτό δεν μας κάνει πάντα καλό. Μάλλον ισχύει το αντίθετο και θεωρώ ότι το «παν μέτρον άριστον» που έλεγαν οι αρχαίοι ημών έχει και εδώ αξία.
Το θέμα δεν είναι μόνο να επιμένεις, αλλά να ξέρεις και πότε να σταματάς. Επειδή η επιμονή είναι προσόν μόνο όταν βγάζει νόημα. Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι τείνουν να επιμένουν πολύ σε μάταιους – για τους ίδιους – σκοπούς. Σκοπούς που θα ήταν πολύ πιο σοφό να άφηναν πίσω για να εστιάσουν σε εκείνα που μετρούν πραγματικά.
Σκέψου πόσες σχέσεις δεν έχουμε προσπαθήσει να «σώσουμε», πόσες ευκαιρίες δεν έχουμε δώσει σε άτομα που ξεκάθαρα δεν τις άξιζαν, πόση περιττή προσπάθεια έχουμε καταβάλλει για δουλειές ή σπουδές που δεν μας άρεσαν εξ αρχής, πόσο χρόνο έχουμε χάσει επειδή μάθαμε να πιστεύουμε ότι «το να τα παρατάς είναι αδυναμία».
Είμαστε όλοι ένοχοι για αυτό και ταυτόχρονα έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε τώρα από τα λάθη μας και να μην τα επαναλάβουμε. Ακριβώς όπως αξίζει να βρεις ποια είναι η κατεύθυνση προς την οποία θέλεις να κινηθείς στη ζωή και να εστιάσεις σε εκείνα που θα σε πάνε μπροστά, αξίζει να χτίσεις και τη δεξιότητα του να παίρνεις τις δύσκολες αποφάσεις και να αφήνεις πίσω εκείνα που δεν σε εξυπηρετούν πια. Μόνο έτσι θα γίνουν οι αποφάσεις σου πολύ πιο εστιασμένες και αποτελεσματικές. Και μόνο έτσι θα μπορέσεις να δημιουργήσεις τη ζωή που θέλεις να ζήσεις.
Βλέπεις, το να πετύχουμε και να ευτυχήσουμε απαιτεί να κάνουμε focus σε εκείνα που έχουν σημασία για εμάς. Και το να κάνουμε focus έχει ως προαπαιτούμενο το να μη διασπάται η προσοχή μας από ανούσια ή περιφερειακά πράγματα.
Υπό αυτούς τους όρους αξίζει να κάνεις ένα mindset shift που δεν πίστευες ποτέ ότι θα έκανες και να καλλιεργήσεις τη δεξιότητα του «να επιμένεις στο να τα παρατάς όταν χρειάζεται». Πώς σου φαίνεται;
Η παγίδα των συναισθημάτων σου
Τώρα… Ξέρω ότι αυτή η αλλαγή στην οπτική ίσως σε δυσκολεύει. Μάλιστα, είναι πολύ συνειδητή η επιλογή μου του να χρησιμοποιώ το ρήμα «τα παρατάω» έναντι κάποιας άλλης έκφρασης που να υποδηλώνει το να κάνει κανείς let go από πράγματα που έχουν πάψει να βγάζουν νόημα.
Ο λόγος είναι όλα εκείνα τα συναισθήματα που αναδύονται όταν ακούμε αυτό το ρήμα, καθώς και η αντίσταση που ξυπνά μέσα μας.
Βλέπεις, τα συναισθήματά σου είναι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τις αποφάσεις σου. Μάλιστα, η επιστήμη έχει δείξει ότι παίρνουμε τις αποφάσεις μας κατά βάση υπακούοντας στα συναισθήματά μας και έπειτα τις εκλογικεύουμε για να βγάλουν νόημα. Όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε λοιπόν ότι είμαστε λογικά όντα, είμαστε κατά βάση συναισθηματικά πλάσματα που παρασύρονται από το συναίσθημα πολύ πιο συχνά απ’ ότι θα θέλαμε να παραδεχτούμε.
Καταρχάς, χρειάζεται να θυμόμαστε κάτι που η ίδια η εμπειρία ίσως να μας έχει διδάξει:
Η πιο δύσκολη στιγμή για να πάρουμε μιαν απόφαση είναι όταν βρισκόμαστε ήδη μέσα σε μια κατάσταση.
Σκέψου μία περίπτωση όπου έχεις επενδύσει χρόνο, χρήμα και ενέργεια σε κάτι, και καλείσαι να πάρεις μια δύσκολη απόφαση. Ας πούμε ότι αυτό στο οποίο αφιέρωσες όλους αυτούς τους πόρους ήταν η δική σου επιχείρηση, και ας υποθέσουμε ακόμα ότι αυτή η επιχείρηση ήταν το όνειρό σου. Δυστυχώς, όμως, έχουν περάσει ήδη πέντε χρόνια και δεν την βλέπεις να αποδίδει. Βγάζεις οριακά τα έξοδά σου, τόσο ώστε να πεις ότι «Εντάξει, αφού δεν μπαίνω μέσα, ας συνεχίσω να προσπαθώ. Μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα.»
Τι θα αποφάσιζες να κάνεις σε αυτό το σημείο; Θα τα παρατούσες ή θα συνέχιζες με την ελπίδα να αλλάξουν τα δεδομένα;
(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα θεωρώ δεδομένο το ότι έχεις ήδη δοκιμάσει όσο περισσότερα πράγματα μπορούσες, καθώς και ότι ζήτησες βοήθεια από κάποιον ειδικό μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια.)
Πολλοί άνθρωποι θα συνέχιζαν – παρά την έλλειψη προοπτικής για το μέλλον – και αυτό είναι το πρόβλημα εδώ.
Όταν βρισκόμαστε μέσα σε μια κατάσταση και έχουμε ήδη επενδύσει χρόνο, χρήμα και ενέργεια σε αυτήν, το bias μας υπέρ του να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας είναι ισχυρότερο από τη λογική. Αυτό συμβαίνει επειδή είναι πολύ πιο ισχυρό το cognitive dissonance, πράγμα που μας οδηγεί στο να εξωραΐζουμε την κατάσταση και να εφευρίσκουμε δικαιολογίες για να συντηρήσουμε την ψευδή αντίληψη της πραγματικότητάς μας:
«Θα αλλάξουν τα πράγματα.»
«Θα βρω τον τρόπο.»
«Χρειάζομαι απλά περισσότερο χρόνο.»
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πράγματα που θα μας βοηθήσουν να επιμείνουμε και να μη βιώσουμε τον πόνο της παραίτησης.
Δεν λέω ότι θα έπρεπε ντε και καλά να το βάλουμε κάτω και να κάνουμε πίσω. Άλλωστε, πολλές φορές είναι η προσέγγιση και οι στρατηγικές που ακολουθούμε επιχειρηματικά εκείνες που πρέπει να αλλάξουν ώστε να οδηγηθούμε σε καλύτερα αποτελέσματα.
Σε καμία περίπτωση δεν σου λέω να εγκαταλείψεις το όνειρό σου. Το point εδώ είναι το γεγονός ότι, όντας μέσα στην κατάσταση, το να πάρουμε μιαν απόφαση με καθαρό μυαλό και αντικειμενικότητα είναι πρακτικά αδύνατο. Και σίγουρα τα τρία biases που συζητήσαμε στο πρώτο μέρος (Sunk Cost Fallacy, Endowment Effect, Consistency Principle) δεν μας βοηθούν καθόλου. Αντιθέτως, κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Όταν «στηλώνουμε τα πόδια»…
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα κατά τη λήψη αποφάσεων είναι το λεγόμενο escalation of commitment. Με απλά λόγια πρόκειται για την τάση μας να «στηλώνουμε τα πόδια» με ακόμα μεγαλύτερο πείσμα, ειδικά στο σημείο που είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε χάσει. Μάλιστα υπάρχουν συνήθως αρκετές και προφανείς ενδείξεις και αποδείξεις γι’ αυτό.
Πάρε για παράδειγμα το άτομο που έχει επενδύσει σε συγκεκριμένες μετοχές στο χρηματιστήριο και, ενώ οι μετοχές του έχουν πάρει την κατιούσα, αρνείται πεισματικά να τις πουλήσει με την ελπίδα ότι θα αρχίσουν και πάλι να ανεβαίνουν. Ή σε μιαν άλλη περίπτωση, το άτομο που βλέπει ότι η σχέση του πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο ό,τι κι αν έχει προσπαθήσει να κάνει, και παρόλα αυτά επιμένει.
Σε αυτό το σημείο η ελπίδα είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, όπως είναι και το άγνωστο. Τι εννοώ;
Μας είναι πολύ δυσάρεστο το να μείνουμε με αναπάντητα ερωτήματα. Στην προκειμένη το ερώτημα «Τι θα γινόταν αν επέμενα;» είναι αρκετό κίνητρο για να συνεχίσουμε.
Το πρόβλημα είναι ότι ο μόνος τρόπος για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα είναι το να συνεχίσουμε να επιμένουμε, επειδή ο φόβος μπροστά στο να παραιτηθούμε από την προσπάθεια και να υλοποιηθεί η πιθανότητα του 0,001% να αλλάξουν τα πράγματα προς το θετικό και να βρεθούμε χαμένοι, είναι πανίσχυρος.
Όσο μη ρεαλιστικός κι αν είναι στην πραγματικότητα.
Η γνώμη των άλλων και ο φόβος μπροστά στην αποτυχία
Μετά έχουμε και την κοινωνική πίεση που προκύπτει από το consistency principle που συζητήσαμε νωρίτερα, καθώς και από τον φόβο μας μπροστά στη γνώμη των άλλων.
Θέλουμε να φαινόμαστε συνεπείς. Θέλουμε να είμαστε το άτομο που επιμένει. Θέλουμε να δείχνουμε δυνατοί στα μάτια των άλλων και να συντηρούμε την ανάλογη αυτοεικόνα μας με όποιο κόστος.
Ταυτόχρονα φοβόμαστε την αποτυχία και το τι αυτή σημαίνει για εμάς. Έχουμε καταπιεί τόσα πρέπει και τόσους συλλογικούς προγραμματισμούς για το πώς «πρέπει» να μοιάζει η επιτυχία, που στην πράξη παραλύουμε όταν πρόκειται να κάνουμε οτιδήποτε πηγαίνει κόντρα σε όλα αυτά.
Θα έλεγε κανείς ότι το Εγώ μας και όλο το κατασκεύασμα γύρω από αυτό δημιουργεί σκέψεις και συμπεριφορές που παρεμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων που θα οδηγούσε σε πραγματική επιτυχία και ευημερία για εμάς.
Για να αλλάξει αυτό υπάρχει μια πολύ βασική προϋπόθεση:
Το να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να αναγνωρίσουμε πού τελειώνει το Εγώ και η κοινωνική πίεση, και πού ξεκινά ο αυθεντικός μας εαυτός. Εκείνος που αναγνωρίζει τι θέλει και τι δεν θέλει πραγματικά, και περνάει στις ανάλογες δράσεις. Και συχνά αυτές οι δράσεις μπορεί να πηγαίνουν κόντρα σε αυτά που λέει ο κόσμος ότι είναι το σωστό.
Δυσκολάκι μεν, απαραίτητο δε, αν με ρωτάς. Άλλωστε, αυτή η ζωή που ζεις είναι μία και είναι τώρα. Προτιμάς να ζεις όπως σου λένε να ζήσεις ή να τη δημιουργήσεις όπως πραγματικά θέλεις;
Άσε, μην απαντήσεις. Ξέρω ήδη την απάντηση. Άλλωστε, γι’ αυτό έχεις διαβάσει ήδη μέχρι εδώ.
Υπάρχει λύση;
Τώρα, όλα αυτά ακούγονται απαισιόδοξα και κάτι μου λέει πως μέχρι εδώ σου έχω κάνει την καρδιά περιβόλι…
Και έχεις τα δίκια σου. Αλλά, γι’ αυτό είμαι εδώ εγώ. Για να σου παρέχω εργαλεία που θα σε βοηθήσουν να αντιπαρέλθεις τα biases που οδηγούν σε κακές αποφάσεις.
Σε αυτό το σημείο θα κάνω ένα disclaimer και θα πω κάτι που λέω πάντα:
Τα πάντα είναι δεξιότητες. Αυτό σημαίνει πως και η λήψη αποφάσεων είναι μια δεξιότητα που μπορείς να καλλιεργήσεις και να αρχίσεις έτσι να βελτιστοποιείς τις επιλογές σου, και κατ’ επέκταση τα αποτελέσματα των δράσεών σου.
Είπαμε όμως ότι όλα ξεκινούν με το να κατανοήσουμε το πώς δουλεύει κάτι, ώστε να μπορέσουμε σε επόμενη φάση να αποκτήσουμε επίγνωση του πώς μας επηρεάζει, και έπειτα να το αποδομήσουμε και να αλλάξουμε το πώς λειτουργούμε σε σχέση με αυτό.
Θα κάνουμε λοιπόν το εξής:
Θα σου δώσω άλλη μία άσκηση που συμπληρώνει αυτήν με την οποία ξεκινήσαμε στο πρώτο μέρος αυτού του οδηγού. Αυτή η άσκηση θα σε βοηθήσει να πάρεις όσα συζητήσαμε εδώ και να τα αξιοποιήσεις πρακτικά.
Το επόμενο βήμα
Ξαναδιάβασε με προσοχή όσα έγραψες για τις αποφάσεις σου με αφορμή την άσκηση που σου έδωσα στο προηγούμενο μέρος. Πάρε και πάλι χαρτί και μολύβι.
- Πώς μοιάζει η επιτυχία για σένα;
Απάντησε την ερώτηση με ειλικρίνεια και μην περιοριστείς μόνο σε ότι αφορά τα οικονομικά και τα επαγγελματικά σου. Δυστυχώς, περιορίζουμε τον ορισμό που δίνουμε στην επιτυχία σε αυτούς τους τομείς. Όμως, μια πραγματικά επιτυχημένη ζωή έχει ισορροπία, συνειδητές επιλογές, χαρά και αυτο-εκπλήρωση. Και αυτά δεν εξαγοράζονται όσα χρήματα κι αν καταφέρεις να βγάλεις.
- Τι χρειάζεται να γίνει ή να σταματήσει να γίνεται για να φτάσεις σε αυτήν την επιτυχία;
Ο στόχος εδώ είναι να αξιολογήσεις το παρόν σου σε σχέση με το ιδανικό μέλλον που θα ήθελες. Το να αρχίσουμε να παίρνουμε καλύτερες αποφάσεις και να οδηγηθούμε σε ένα καλύτερο μέλλον, ξεκινά με το να παραδεχτούμε την αλήθεια στο παρόν.
Ο στόχος μας εδώ είναι να δεις τα δεδομένα και να αποδεχτείς την κατάσταση στο σήμερα. Οι αποφάσεις που πήρες μέχρι σήμερα σε οδήγησαν ως εδώ. Χρειάζεται να τις αποδεχτείς και να αρχίσεις να κάνεις το καλύτερο που μπορείς από εδώ που βρίσκεσαι. Χρειάζεται επίσης να μάθεις όσο περισσότερα μπορείς από το παρελθόν, ώστε να αποφύγεις πιθανά λάθη στο μέλλον.
- Τι μου δίδαξε η Χ λάθος απόφαση; Πώς με βοηθά αυτό στο να κάνω καλύτερες επιλογές στο μέλλον;
Θα πω εδώ πως η ανατροφοδότηση – το feedback – είναι η μητέρα όλης της εξέλιξης. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να μάθουμε, να κάνουμε βελτιώσεις και να προοδεύσουμε.
Στο επόμενο και τελευταίο μέρος του οδηγού σου προτείνω τρόπους για να αντιπαρέλθεις τα παραπάνω προβλήματα με τη λήψη αποφάσεων. Θα μάθεις να εφαρμόζεις 3+1 χειροπιαστά εργαλεία και mental models.
Όλα όμως ξεκινούν από την προετοιμασία που κάναμε μέχρι εδώ. Κάνε τις ασκήσεις σου, λοιπόν. Θα σου χρησιμεύσουν στα επόμενα βήματα.
Βιβλιογραφία και επιπλέον υλικό για μελέτη:
- Cognitive Dissonance. Leon Festinger. Scientific American. Vol. 207, No. 4 (October 1962), pp. 93-106 (14 pages)
- Emotion and Decision Making. Jennifer S. Lerner, Ye Li, Piercarlo Valdesolo, and Karim S. Kassam. Annual Review of Psychology. Vol. 66:799-823 (Volume publication date January 2015)
- The neural basis of rationalization. cognitive dissonance reduction during decision-making. Johanna M. Jarcho, Elliot T. Berkman, Matthew D. Lieberman. Social Cognitive and Affective Neuroscience, Volume 6, Issue 4, September 2011, Pages 460–467
- Knee-deep in the big muddy: a study of escalating commitment to a chosen course of action. Barry M. Staw. Organizational Behavior and Human Performance. Volume 16, Issue 1, June 1976, Pages 27-44
- Duke, Annie (2022). Quit: the power of knowing when to walk away.
- Duckworth, Angela (2016). Grit: The power of passion and perseverance.